- νοθείαν
- νοθείᾱν , νοθείαbirth out of wedlockfem acc sg (attic doric aeolic)νοθείᾱν , νοθεῖοςoffem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
AUDIENTIA Episcopalis — est Episcopi Forum et Iudicium: l. 9. et tit Cod. de Episc. Aud. Accursius Cod. eôdem interpretatur iurisdictionem Episcopi, cuius sententiam probat Azo in sum. Cod. eod. Gothofredo ad rubr. Cod. de Episc. Aud. nec iurisdictio est, ut Accursius;… … Hofmann J. Lexicon universale
νοθεία — Αλλοίωση της φυσικής ή της προκαθορισμένης σύστασης μιας ουσίας που πραγματοποιείται με την προσθήκη ξένων ουσιών ή με την αφαίρεση ουσιαστικών στοιχείων. Επιδίωξη της ν. είναι να διορθωθούν με τεχνητό τρόπο τα χαρακτηριστικά, όπως το χρώμα, η… … Dictionary of Greek